Bουργουνδία - Νεμέα / Νάουσα - Villanova de Gaia

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Εκδρομή στην Εύβοια

Η Ελευθερία, η κολλητή μου από τη σχολή που έχει αναλάβει την οινική μου εκπαίδευση, μου είχε πει για την εκδρομή περίπου 3 εβδομάδες πριν. Για μια στιγμή ένιωσα πως θα ήταν από αυτές τις εκδρομές που συμφωνείς κάποια στιγμή που φαίνεται αόριστη να κάνετε κάτι με την παρέα και τελικά όσο πλησιάζει ο καιρός τόσο το νιώθεις αυτό σαν αγγαρεία.Ευτυχώς, δεν ήταν από αυτές τις περιπτώσεις. Μαζευτήκαμε ένα παρεάκι 5 ατόμων, βγήκαμε Σάββατο βράδυ, κοιμηθήκαμε όλοι σε δύο σπίτια στα βόρεια προάστια και έτσι ήμασταν έτοιμοι πρωί πρωί να ξεκινήσουμε το ταξίδια.
Δε μπορούσα να φανταστώ το ότι θα με ξυπνούσε όμως στις 8 το πρωί η γειτόνισσά μου στο Φάληρο για να μου πει ότι χτυπάει ο συναγερμός μου και ότι θα έπρεπε πρωινιάτικα να τρέξω να τον απενεργοποιήσω. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, αλλά και η απόσταση είναι απόσταση, οπότε αναγκαστικά καθυστέρησα να ξαναβρεθώ με το υπόλοιπο παρεάκι στην Εθνική όπου είχαμε το ραντεβού μας.Μπήκα στο τζιπ του Σπύρου μαζί με Ελευθερία, Κωνσταντίνο, Αναστάση και ξεκινήσαμε. Ο Σπύρος το γκάζωσε και έτσι την πρώτη μας εαρινή επαφή με την ελληνική ύπαιθρο την κάναμε εν τάχει, μη σταματώντας ούτε για περίπτερο.Παρόλο που όλο το γκρουπ είχε ξεκινήσει περίπου 45 λεπτά νωρίτερα, τελικά στο πρώτο προορισμό μας δεν τους καθυστερήσαμε παρά μόνο λίγα λεπτά ή έτσι τουλάχιστον μας είπε ο Νίκος που ήταν ευγενικότατος.
Η πρώτη μας στάση λοιπόν ήταν στη μικροζυθοποιία Septem. Δεν είχα προλάβει να δω το πρόγραμμα (γι αυτό τα κανονίζει αυτά η Ελευθερία), οπότε μπήκα στο κτίριο γνωρίζοντας απολύτως τίποτα για το τι είχε το πρόγραμμα.
Εκεί είδαμε για πρώτη φορά το υπόλοιπο γκρουπ και τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ο οποίος ξεκίνησε ευθύς αμέσως την ξενάγηση. Μας είπε πράγματα τα οποία μέσες-άκρες είχα ξανακούσει, αλλά μου έλυσε κάποιες απορίες για το πώς ακριβώς παράγεται η μπύρα.



Συνοπτικά, η γνώση που αποκόμισα ήταν πως η μπύρα γίνεται από βύνη, η οποία προέρχεται από το κριθάρι με κάποια ειδική επεξεργασία.Στο ζυθοποιείο χοντροκόβεται και μπαίνει σε ένα υγρό και ζεστό περιβάλλον, όπου φιλτράρεται, αναμιγνύεται με το λυκίσκο και μετά από κάποιες ακόμη διαδικασίες ζύμωσης εμφιαλώνεται.
Βέβαια, οι λεπτομέρειες είναι εκείνες που κάνουν τη διαφορά, όπως το ότι η συγκεκριμένη μπύρα ανήκει στο πολύ μικρό ποσοστό εκείνων που δεν παστεριώνονται για να μη χάσουν τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά ή το ότι εμφιαλώνεται η μπύρα υπό πίεση μέσα σε υπερσύγχρονο μηχάνημα, ώστε ο τελικός καταναλωτής να απολαμβάνει κάθε φορά το ίδιο προϊόν.



Δοκιμάζοντας στην αρχή βύνη σε ξηρή μορφή και μυρίζοντας αποξηραμένο λυκίσκο μας άνοιξε την όρεξη για τα μεζεδάκια που ακολούθησαν με συνοδεία μπύρας.Η μάρκα ονομάζεται Septem, δηλαδή Εφτά στα λατινικά, επειδή σκοπεύουν να έχουν μια μπύρα για κάθε μέρα της εβδομάδας. Προς το παρόν έχουν τρεις: Μια κόκκινη ale, μια pilsner και μια μπύρα με μέλι.




Αν και προσωπικά η μπύρα δε μου λέει πολλά σαν προϊόν (το κρασί μου λέει περισσότερα), βρήκα την κόκκινη αρκετά ενδιαφέρουσα και συμμετείχα στις αγορές της παρέας στα 30 μπουκάλια που φορτώσαμε στο πορτ-μπαγκάζ.



Αρκετοί ήταν εκείνοι που αγόρασαν κιβώτια από μπύρα και αμέσως μετά κατευθυνθήκαμε οδικώς προς το Κτήμα Αβαντίς.Το κτήμα το έχει ο Αποστόλης Μούντριχας με τη γυναίκα του Λένγκα, τους οποίους είχα γνωρίσει πριν από 5 χρόνια περίπου σε ένα σεμινάριο του Δημήτρη Χατζηνικολάου. Από εκεί γνώρισα και λάτρεψα το ροζέ του και το αγόραζα φανατικά για πολύ καιρό.Φτάνοντας στο κτήμα, μας περίμενε ο Αποστόλης, έτοιμος να μας ξεναγήσει αλλά και μας διδάξει για τα περί τρύγου και οινοποίησης. Όπως πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι απόλαυση να βλέπεις ανθρώπους που αγαπάνε αυτό που κάνουν να το εξηγούν, να μεταδίδουν τη γνώση τους και την αγάπη τους για το αντικείμενό τους.




Η ξενάγηση, μετά τα αμπέλια, συνεχίστηκε στην κάβα του κτήματος, όπου ωριμάζει το κρασί μέσα σε περίπου 100 βαρέλια σε συνθήκες που μας φάνηκαν πολικές σε σχέση με την ευχάριστη ζέστη του ευβοϊκού ήλιου.





Αλλά κάπου εκεί φτάσαμε στο βασικό κομμάτι που ήθελα, τη γευσιγνωσία.
Η Λένγκα μας προσέφερε τέσσερα διαφορετικά κρασιά του κτήματος. Ξεκίνησε με ένα Chardonnay, μετά μια μαλαγουζιά και μετά συνέχισε με δυο κόκκινα. Καθώς όμως εκείνα τα είχα ξαναδοκιμάσει, εγώ ξαναγέμισα ένα ποτηράκι με μαλαγουζιά, άραξα σε μια ξύλινη παλιά καρέκλα κάτω από ένα δένδρο και άρχισα να ρεμβάζω. Είναι ωραία η φύση όταν βρίσκεις το χρόνο να την απολαύσεις αντί να είσαι πίσω από έναν υπολογιστή.



Μερική ώρα αργότερα, το μόνο που άκουσα και βρήκα αρκετά ενδιαφέρον για να διακόψω την απόλαυση της θέας ήταν πως το φαγητό ήταν έτοιμο και πως περιείχε μανιτάρια, το αγαπημένο μου υλικό για μαγείρεμα.Μεταφερθήκαμε στην αυλή του κτήματος, σε ένα σκηνικό που προσωπικά έχω συνηθίσει να βλέπω σε ταινίες ευρωπαϊκού κινηματογράφου (και δε βλέπω πολλές), με τραπέζια στρωμένα σε ένα ηλιόλουστο πορτοκαλεώνα.
Η Λένγκα άρχισε να φέρνει τα πιάτα στο μπουφέ απ’ όπου πολύ γρήγορα σερβιριστήκαμε λίγο απ’ όλα: μανιτάρια με παστουρμά και μοτσαρέλα, κόκκορα κρασάτο, πράσινη σαλάτα με μια μανιάτικη συνταγή με κομματάκια χοιρινού, χοντρά μακαρόνια που συνηθίζονται στην Εύβοια, χοιρινή πανσέτα, σπιτική τυρόπιτα, ντολμαδάκια και άλλα καλούδια.
Παράλληλα, το κρασί έρεε άφθονο σε διάφορα μπουκάλια, κάνοντάς μας να νιώσουμε βασιλιάδες. Προσωπικά, ως κάποιος που σπάνια έχω την ευκαιρία να πεταχτώ για μια εκδρομή λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, εκείνο το απόγευμα βρήκα την τέλεια αναλογία μεταξύ νόστιμου φαγητού, καλού κρασιού, δροσερού κήπου κάτω από έναν ευχάριστο ήλιο και της τέλειας παρέας για κουβεντούλα.





Μετά από δυόμισι ώρες και δύο γενναίες μερίδες σπιτικού γιαουρτιού με νεραντζάκι, αγόρασα και 3 μπουκάλια Αβαντίς ροζέ που τόσο μου άρεσε και μπήκα στο τζιπ του Σπύρου. Για μερικά λεπτά με πήρε γλυκά ο ύπνος, κάτι που είχε χρόνια να συμβεί.
Παρά το πρωινό ξύπνημα, το τρέξιμο και το άγχος, η εκδρομή ήταν τόσο ανανεωτική που το βράδυ ήθελα να ξαναβγώ, αντί να νιώθω κουρασμένος.

Ευχαριστώ Wine Illusion Club!
από το Γιώργο Αναγνωστόπουλο (http://www.suit.gr)
Created by A.Kourkoulis